-
1 ἐξ-αράσσω
ἐξ-αράσσω, herausschlagen, zerschmettern aus Etwas heraus; Hom. in tmesi, ἐκ δέ οἱ ἱστὸν ἄραξε Od. 12, 422; λίϑῳ ὀδόντας Simonds. mul. 17; τὴν κιγκλίδα Ar. Equ. 639; übertr., οἷον ὑμῶν ἐξαράξω τὴν ἄγαν αὐϑαδίαν Th. 704, ich will euch den Trotz austreiben; τινὰ αἰσχροῖς καὶ κακοῖς, mit Schmähreden ihn herunterreißen, Nubb. 1355, πεφραγμένην ἔξοδον, mit Gewalt durchbrechen, Ael. H. A. 15, 16; a. Sp.
См. также в других словарях:
εξαράσσω — ἐξαράσσω και αττ. τ. έξαράττω (Α) 1. συντρίβω, σπάζω («ἐκ δὲ οἱ ἱστὸν ἄραξε ποτί τρόπιν») 2. διαρρηγνύω, σχίζω βίαια 3. βρίζω κάποιον («εὐθὺς ἐξαράττω πολλοῑς κακοῑς καἰσχροῖσι», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αράσσω «συντρίβω»] … Dictionary of Greek